- φρυκτωρώ
- φρυκτωρῶ, -έω, ΝΜΑ [φρυκτωρός](στην αρχαιότητα) μεταδίδω σήματα με πυρσούς για συνεννόηση σε μεγάλες αποστάσειςμσν.-αρχ.μτφ. φωτίζω («πόθεν ἥλιος φρυκτωρεῑ πάσῃ τῇ οἰκουμένη, καὶ πάσαις ὄψεσι», Γρηγ. Ναζ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φρυκτωρῶ — φρυκτωρέω make fire signals pres subj act 1st sg (attic epic doric) φρυκτωρέω make fire signals pres ind act 1st sg (attic epic doric) φρυκτωρός one who watches on a height to make fire signals masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυκτώρησις — ήσεως, ἡ, Μ [φρυκτωρῶ] η ενέργεια τού φρυκτωρώ … Dictionary of Greek
παραφρυκτωρώ — έω, Α δίνω μυστικό μήνυμα στον εχθρό με πυρσούς, ειδοποιώ προδοτικά τους εχθρούς με πυρσούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + φρυκτωρῶ «δίνω σήμα με πυρσούς»] … Dictionary of Greek
φρυκτώρημα — ήματος, τὸ, Μ [φρυκτωρῶ] λάμψη, φεγγοβόλημα … Dictionary of Greek